- σταυρωτής
- ο1) мучитель, истязатель; 2) презр, палач (о жандарме, полицейском)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυρωτής — ο, Ν [σταυρῶ, ώνω] 1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό 2. μτφ. α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικός β) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδες παλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τόν έπιασαν οι σταυρωτήδες και τόν… … Dictionary of Greek
σταυρωτής — ο 1. αυτός που σταυρώνει. 2. άνθρωπος ενοχλητικός, βασανιστικός. 3. (χλευαστικά) ο χωροφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροκέραια — τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα) τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων νεοελλ. το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek